- πρωτοστάται
- πρωτοστάτηςone who stands firstmasc nom/voc plπρωτοστάτᾱͅ , πρωτοστάτηςone who stands firstmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτοστάτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτης νεοελλ. μσν. ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη… … Dictionary of Greek